πείρινς

πείρινς
-ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α
μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων, αλλ. πλινθίον* («ἅμαξαν... ὁπλίσαι ἡνώγει, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ' αὐτῆς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφή τής λ. οδηγεί στο να θεωρηθεί δάνειο (πιθ. πελασγικό) ή τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση τής λ. με τα τοπωνύμια Πειρήνη και Πειραιεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πείρινς — πείρῑνς , πείρινς wicker basket fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρινθα — ἡ, Α βλ. πείρινς …   Dictionary of Greek

  • πείρινθος — ὁ, Α βλ. πείρινς …   Dictionary of Greek

  • πείρινθα — πείρῑνθα , πείρινς wicker basket fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρινθος — πείρῑνθος , πείρινς wicker basket fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”